- μονήμερος
- -η, -ο (ΑΜ μονήμερος, -ον)βλ. μονοήμερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονήμερος — staying one day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονημέρως — μονήμερος staying one day adverbial μονήμερος staying one day masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονήμερον — μονήμερος staying one day masc/fem acc sg μονήμερος staying one day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονημέροις — μονήμερος staying one day masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονημέρων — μονήμερος staying one day masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονημέρῳ — μονήμερος staying one day masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοήμερος — και μονήμερος, η, ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, ον) αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας αρχ. 1. αυτός που απαιτεί μία μέρα 2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα 3.… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
μονημέριον — μονημέριον, τὸ (ΑΜ) [μονήμέρος] δραματικό έργο ή δραματικός αγώνας ο οποίος διαρκεί μία ημέρα … Dictionary of Greek
μονημεριάτικος — και μονημερίτικος, η, ο [μονήμερος] αυτός που γίνεται μέσα σε μία μόνο ημέρα ή αυτός που διαρκεί μία μόνο ημέρα («μονημεριάτικη δουλειά»). επίρρ... μονημεριάτικα και μονημερίτικα κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας, σε μία μόνο ημέρα … Dictionary of Greek